κερματοδέκτης

κερματοδέκτης
jetonlu telefon

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κερματοδέκτης — ο θήκη ή υποδοχή κοινόχρηστης τηλεφωνικής συσκευής κατάλληλη για να δέχεται τα αναγκαία για την πραγματοποίηση τού τηλεφωνήματος κέρματα («γέμισε ο κερματοδέκτης τού τηλεφώνου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρμα, τος + δέκτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”